Λύματα και ποιότητα του νερού

 ο Δ.Σ. της ΠΕ. Δ. Ηλείας έχει αποφασίσει με την αυγή του νέου χρόνου να προκαλέσει δημόσιο διάλογο για ένα ακόμα ζωτικό θέμα, αυτό της διαχείριση των αστικών και των γεωργικών λυμάτων και το συνακόλουθο της ποιότητας των υδάτων στο νομό μας.



Σκεφτήκαμε ότι η προσπάθεια εξασφάλισης της βιωσιμότητας μέσω της σχεδιασμένης - προκαθορισμένης ήπιας εκμετάλλευσης του οικοσυστήματος του Κυπαρισσιακού δεν είναι λογικό να περιορίζεται στις ακτές του. Με βάση τις γνώσεις που αποκομίσαμε μέσα από σχετική αναζήτηση, τα νερά που απορρέουν στη θάλασσα μέσω φυσικών απορροών (ποτάμια, ρυάκια) αλλά και τεχνικών (αποστραγγιστικά κανάλια) επιδρούν καταλυτικά στο θαλάσσιο οικοσύστημα. Δυστυχώς, η υποβάθμιση της ποιότητας του θαλασσινού νερού και του βυθού είναι πλέον γεγονός που επιβεβαιώνεται περίτρανα από την ενδημική πλέον παρουσία υπερβολικά μεγάλου αριθμού μεδουσών. Είναι η διατάρραξη της οξύτητας (το γνωστό σε όλους ph = πεχα) καθώς και η αυξημένη περιεκτικότητα του νερού σε αμμωνία ένας από τους βασικότερους παράγοντες που ευνοούν την μόνιμη διαβίωση και τον γρήγορο πολλαπλασιασμό των μεδουσών που τόσο στοιχίζει και στους λουόμενους αλλά και στον ίδιο το θαλάσσιο περιβάλλον.
Αναφέραμε τις μέδουσες γιατί αποτελούν φυσικό δείκτη της υποβάθμισης των υδάτων του Κυπαρισσιακού κόλπου, ένα καμπανάκι δηλαδή της Φύσης για την κατάσταση στην οποία την έχουμε φέρει. Σίγουρα αν επιδείξουμε το απαραίτητο ενδιαφέρον και παρατηρητικότητα θα αναγνωρίσουμε κι άλλους τέτοιους δείκτες, όπως το πράσινο χρώμα νερού και βυθού σε περιοχές που εκβάλλουν αποστραγγιστικά κανάλια. Όμως στην εποχή μας είναι αυτονόητο ότι δεν αρκούμαστε μόνο στους φυσικούς δείκτες αλλά μελετούμε με επιστημονικό τρόπο, ώστε ν΄αποκτούμε εις βάθος γνώση για κάθε τι για να είμαστε και σε θέση να βρούμε τις ενδεδειγμένες λύσεις. Στο σημείο αυτό, δυστυχώς, υπεισέρχεται η ευθύνη της πολιτείας κι έτσι τα αυτονόητα για άλλα κράτη είναι τα δυσνόητα για το ελληνικό…
Και πάλι με βάση τα αποτελέσματα της αναζήτησής μας (πηγή enet.gr) το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.) διαπιστώνει ότι το 58% του μήκους των ποταμών της χώρας ταξινομείται σε οικολογική ποιότητα κάτω του μετρίου. Το ποσοστό προκύπτει από τις θερινές μετρήσεις που πραγματοποίησε στο διάστημα μεταξύ 2007 και 2009 το Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων (ΙΕΥ) του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ). Ο φορέας ανέλαβε, μέσω της Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων του υπουργείου Περιβάλλοντος, να καταρτίσει το δίκτυο παρακολούθησης της οικολογικής και χημικής κατάστασης των ποταμών της Ελλάδας. Το παραπάνω έργο αποτελεί υποχρέωση της χώρας σε εφαρμογή της οδηγίας 2000/60, που κλείνει ήδη δέκα χρόνια ζωής χωρίς ακόμη η Ελλάδα να έχει καταφέρει να ανταποκριθεί!
Τα στοιχεία που δημοσίευσε το ΕΛΚΕΘΕ αφορούν προκαταρκτική αξιολόγηση της κατάστασης των ποταμών, δεν αναφέρονται στο σύνολο των ποταμών της χώρας αλλά δίνουν εικόνα της οικολογικής ποιότητας με βάση τους οργανισμούς που ζουν πραγματικά στα νερά, σε σύγκριση με τους οργανισμούς που θα έπρεπε να ζουν εφόσον η κατάσταση ήταν αδιατάρακτη. Οπως ανέφερε ο περιβαλλοντολόγος-ποταμολόγος του ΙΕΥ-ΕΛΚΕΘΕ, Γιώργος Χατζηνικολάου, «σε ένα αδιατάρακτο περιβάλλον ζουν ένα πλήθος ειδών, ψάρια, μακροασπόνδυλα, μακρόφυτα, διάτομα». Οταν, για παράδειγμα, διαπιστώνεται στον Ασωπό Βοιωτίας να επιβιώνει μόνο ένα συγκεκριμένο είδος μύγας και οι επιστήμονες ξέρουν ότι αυτό είναι το πιο ανθεκτικό είδος στη βιομηχανική ρύπανση, μπορούν να συμπεράνουν ότι η μόλυνση των υδάτων έχει φθάσει «στην απονέκρωση»...
Για τον ποταμό Αλφειό η έκθεση αυτή αναφέρει τα εξής: «Στη Μεσσηνία, δίπλα στη θάλασσα και την πόλη Μεσσήνη, τα νερά του Πάμισου ταξινομούνται στην κατηγορία «ελλιπούς ποιότητας». Ο Πάμισος περνά από εντατικές γεωργικές καλλιέργειες ενώ ίσως επιβαρύνεται από βιοτεχνίες μικρού και μεσαίου μεγέθους που υπάρχουν στην περιοχή ελέγχου. Ιδια η κατάσταση και δυτικά, κοντά στην Ολυμπία (Αλφειός), στο σημείο όπου καταγγέλθηκαν παράνομες αμμοχαλικοληψίες από εργολάβο που υποτίθεται ότι πραγματοποιούσε αντιπλημμυρικά έργα μετά τις πυρκαγιές του 2007.»
Από το σύνολο της έκθεσης αυτής συμπεραίνει κανείς ότι δύο από τους σημαντικότερους – κατά τους επιστήμονες πάντα – παράγοντες υποβάθμισης των νερών των ποταμών και άρα και της θάλασσας είναι η ελλιπής λειτουργία των βιολογικών καθαρισμών αστικών λυμάτων και η ανεξέλεγκτη (χωρίς βιολογική επεξεργασία) διοχέτευση των γεωργικών λυμάτων (αποστραγγιστικά κι απόβλητα ελαιουργείων).
Η enet.gr με αφορμή την προαναφερόμενη αξιολόγηση του ΕΛΚΕΘΕ και τις διαπιστώσεις της μίλησε και με την καθηγήτρια στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και διευθύντρια του Εργαστηρίου Υδρολογίας και Αξιοποίησης Υδατικών Πόρων κ. Μαρία Μιμίκου, η οποία ανέφερε ότι «δεν υπάρχουν ούτε μηχανισμοί ελέγχου ούτε σχέδια διαχείρισης» και ότι «οι παράμετροι που υποβαθμίζουν τη ζωή στις παραποτάμιες περιοχές, επηρεάζουν ολόκληρη τη χώρα, καθώς πλήττονται τα αγροτικά προϊόντα που όλοι καταναλώνουμε, το περιβάλλον και η βιομηχανία του τουρισμού -ειδικά στις παραθαλάσσιες περιοχές όπου τα υποβαθμισμένα ποτάμια και η μόλυνση στον υδροφόρο ορίζοντα προκαλούν συνεχώς δυσμενή σχόλια και «ταξιδιωτικές οδηγίες».
Στην ερώτηση πώς θα έπρεπε να λειτουργεί ένα σχέδιο παρακολούθησης των υδάτων απάντησε: «Σίγουρα χρειάζονται πολύ περισσότερα από τα 150 σημεία που έλεγξε το ΕΛΚΕΘΕ (υποτίθεται ότι είχαμε δεσμευθεί ως χώρα να κάνουμε μέσα στο 2010 ελέγχους σε 435 σημεία). Χρειάζεται σύστημα τόσο για τα επιφανειακά όσο και για τα υπόγεια ύδατα. Είμαστε δεκαετίες πίσω. Θυμάμαι όταν πριν από το 2000 πηγαίναμε ως ελληνική αντιπροσωπεία στα κοινοτικά όργανα που ετοίμαζαν την οδηγία -κάποιες φορές χωρίς να μας πληρώνουν τα εισιτήρια - ζητούσαμε τότε μαζί με την ποιότητα να γίνει υποχρεωτική και η μέτρηση της ποσότητας, αλλά οι βόρειες χώρες που είχαν τον πρώτο λόγο δεν μπορούσαν να δεχθούν τέτοια ανάγκη έχοντας εφαρμόσει τα απαραίτητα συστήματα πριν από τον πόλεμο! Το ζήτημα όμως είναι σημαντικό. Εάν σε ένα ποτάμι βγαίνει ένας βιολογικός καθαρισμός και το νερό τρέχει πλημμύρα αυτοκαθαρίζεται και δεν έχει πρόβλημα. Εάν η παροχή νερού είναι χαμηλή, τότε είναι βρώμικο. Κάθε μοντέλο ποιότητας έχει μέσα και την ποσότητα. Λίμνες, ταμιευτήρες έχουν άλλη αντιμετώπιση από ποτάμια για μετρήσεις ποσοτικές και ποιοτικές. Δεν υπάρχουν άλλες χώρες σε αντίστοιχο χάλι. Ούτε η Βουλγαρία ούτε η Ρουμανία, ακόμη και χώρες της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής είναι πιο μπροστά από εμάς. Τα δίκτυα μετρήσεων χρειάζονται και πολύ χρόνο για να αποδώσουν συμπεράσματα. Δεν γίνεται με μία μέτρηση να θεωρείς πως έχεις στοιχεία», τονίζει η καθηγήτρια του ΕΜΠ.
Στην εύλογη ερώτηση πού οφείλεται αυτή η μεγάλη υποτίμηση του προβλήματος εκ μέρους του ελληνικού κράτους, η απάντησή της ήταν «σε έλλειψη κονδυλίων που θα συνέβαλλαν στην ανάπτυξη δικτύων παρακολούθησης. Χρειάζεται προσωπικό, κονδύλια και χρόνος για να αποδώσει ένα τέτοιο σύστημα. Χρειάζεται εθνική υδρολογική υπηρεσία. Πέραν όλων αυτών, υπάρχει όμως και σοβαρό πρόβλημα με τις αρμοδιότητες. Ακόμη και ο νόμος 3199 που έγινε σε εφαρμογή της οδηγίας βρίθει λαθών», λέει η κ. Μιμίκου. «Η ειδική γραμματεία στο υπουργείο Περιβάλλοντος είναι επίσης λάθος διότι τα νερά υπάγονται στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και στη ΔΕΗ που έχει τα φράγματα. Η Κεντρική Υπηρεσία Υδάτων (ΚΥΥ) του υπουργείου Περιβάλλοντος ανέθετε μελέτες, έκανε διάφορα αλλά δεν μπορούσε να εφαρμόσει τίποτε. Οργανισμοί όπως η ΔΕΗ και το υπουργείο Γεωργίας αποφασίζουν μόνοι τους, δεν ρωτούν την ΚΥΥ πού θα βάλουν καλλιέργειες. Ανοίγουν μετά οι αγρότες γεωτρήσεις παράνομες, υπεραντλούν τον υδροφόρο, μπαίνει η θάλασσα (βασικότερη αιτία μόλυνσης) και βασικό θέμα για την Ελλάδα που είναι τουριστική χώρα: Εάν το νερό είναι υφάλμυρο στα νησιά, δεν μπορείς να το χρησιμοποιήσεις. Για την Ελλάδα που στηρίζεται στον τουρισμό, έχει μεγάλη βαρύτητα αυτό. Τα ξενοδοχεία δεν μπορούν να δουλέψουν. Κι εκτός από τον τουρισμό υπάρχουν και τα γεωργικά προϊόντα που επίσης φτάνουν σε όλο τον κόσμο. Εάν για παράδειγμα κάποιος ποτίζει με μολυσμένο νερό επηρεάζεται και το προϊόν αλλά και ο υδροφόρος ορίζοντας».
Βιολογικοί καθαρισμοί
Όπως προαναφέρθηκε, η σωστή λειτουργία των βιολογικών καθαρισμών έχει μεγάλο μερίδιο στην προστασία των ποταμών, των θαλασσών αλλά και των εδαφών (εκεί διατίθεται η λυματολάσπη/ ιλύς). Σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, αυτή δεν σχετίζεται μόνον με τη λειτουργία των μηχανικών μερών της εγκατάστασης αλλά πρωτίστως με τη βιολογική ρύθμισή της. Η απλοϊκή άποψη ότι εκεί εισέρχονται λύματα κι εξέρχεται νερό δεν υφίσταται, αφού δεν πρόκειται για κάποιο μηχάνημα καθαρισμού που πρέπει να ελέγχουμε τη σωστή πίεση και να του αλλάζουμε φίλτρα και λάδια. Οι υπεύθυνοι συντηρητές ενός Β.Κ. πρέπει να έχουν συνείδηση ότι φροντίζει κάτι ζωντανό για το οποίο πρέπει να εξασφαλίζει σωστές συνθήκες ανάπτυξης, όπως τακτική τροφή, οξυγόνο, θρεπτικά στοιχεία και προστασία από εχθρούς. Όπως γίνεται αντιληπτό, η αυξομείωση της παροχής λυμάτων σ’ένα σύστημα Β.Κ. αποτελεί αρκετά περίπλοκο πρόβλημα που απαιτεί ακόμα μεγαλύτερη εγρήγορση και υπευθυνότητα. Κι εδώ είναι που ερχόμαστε να συζητήσουμε για τον Β.Κ. της πρωτεύουσας του νομού μας, όπου η διοχέτευση των αστικών λυμάτων αυξάνεται κατά τις βροχερές ημέρες, αφού το δίκτυο αποχέτευσης και το δίκτυο στράγγισης των ομβρίων υδάτων (βρόχινων νερών) σε κάποιο σημείο ενώνονται πριν καταλήξει ο ένας πλέον αγωγός στον Β.Κ.
Από την πλευρά μας, θα επιδιώξουμε μια διαφωτιστική συζήτηση με όποιον από τους υπεύθυνους προσφερθεί, γιατί η υπόθεση της ποιότητας των υδάτων είναι και αυτή ζωτικής σημασίας για τη γενιά μας και για τις επόμενες γενιές και επίσης γιατί ως πολίτες έχουμε δικαίωμα να γνωρίζουμε αν το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για το τέλος βιολογικού καθαρισμού που καταβάλουμε είναι ικανοποιητικά ανταποδοτικό.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις